λοχευθεῖσαν

λοχευθεῖσαν
λοχεύω
bring forth
aor part pass fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”